κάλυψ

κάλυψ
κάλυψ, ὁ (Α)
καλύβα.
[ΕΤΥΜΟΛ. 'Αλλος τ. της λ. καλύβη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καλύπτω — (AM καλύπτω) 1. βάζω κάλυμμα πάνω σε κάτι ή γύρω από κάτι, σκεπάζω κάτι (α. «το καλοκαίρι πρέπει να καλύπτει κάποιος το κεφάλι του με καπέλο» β. «οὐδεὶς δὲ λύχνον ἅψας καλύπτει αὐτὸν σκεύει», ΚΔ) 2. περιβάλλω, σκεπάζω (α. «σύννεφα κάλυψαν τον… …   Dictionary of Greek

  • ՊՈՂՈՎԱՏ — (ոյ, կամ ի, ից.) NBH 2 0658 Chronological Sequence: Unknown date, 10c, 11c, 12c գ. ՊՈՂՈՎԱՏ. κάλυψ, ύβος chalybs. իտ. acciajo. Գրի եւ ՊՈՂՈՊԱՏ. իբր ռմկ. պողպատ. Երկաթ քաջ զտեալ եւ մխեալ, կարծրակուռ եւ հատու. ... *կարծրագոյն ... հիկէն՝ իբրու յականս՝ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”